- Πηλιώτις
- -ιδος, ἡ, Α(για περιοχή) αυτός που βρίσκεται στους πρόποδες τού Πηλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πήλιον + κατάλ. -ῶτις (πρβλ. Σικελι-ώτις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πηλιῶτις — on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλιῶτιν — Πηλιῶτις on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλιωτικός — ή, όν, Α [πηλιώτις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πήλιο … Dictionary of Greek
Πηλιώτιδι — Πηλιώ̱τιδι , Πηλιῶτις on fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)